- αδιακόνητος
- -η, -ο (Α ἀδιακόνητος, -ον) [διακονῶ]νεοελλ.αυτός που δεν διακονείται, δεν τόν υπηρετούν, ο αβοήθητοςαρχ.ανεκτέλεστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιακόνητος — η, ο αυτός που δεν υπηρετείται από άλλους, αβοήθητος: Κανένας από τους φτωχούς, που χτυπούσαν συχνά την πόρτα του μοναστηριού, δεν έμενε αδιακόνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακόνητον — ἀδιακόνητος not executed masc/fem acc sg ἀδιακόνητος not executed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)